DATE

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ελληνική Ανάσταση 

Του Μάκη Ανδρονόπουλου

Η επικυριαρχία των κοτζαμπάσηδων (εκμισθωτές φόρων του σουλτάνου) στο ελεύθερο νεοελληνικό κράτος και η «καχεξία» της αστικής τάξης που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεριζώσει την εξουσία τους, καθήλωσαν τη χώρα στην κατάσταση του πελατειακού κράτους, την οδήγησαν σε διχασμούς, δικτατορίες, στον εμφύλιο και στη διαφθορά, με αποτέλεσμα οι πολίτες να θεωρούν a priori το κράτος εχθρικό προς τα συμφέροντά τους και κάπως έτσι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε…

Στον αναστοχασμό αυτό οδηγήθηκα αυτές τις μέρες διαβάζοντας την «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» του Νίκου Σβορώνου που κυκλοφόρησε ένθετη στο «Βήμα». Υπήρξαν αρκετές φάσεις που πήγε να ανατραπεί η εξουσία των εκάστοτε κοτζαμπάσηδων, αλλά ποτέ δεν υπήρξε αρκετός χρόνος για να εδραιωθεί μία ουσιαστικά δημοκρατική διοίκηση και προοπτική για τη χώρα. Διασπάσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες, μαξιμαλισμοί αποδυνάμωναν το εγχείρημα της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης. Ανάμεσα σε αυτές λάμπει η περίοδος του ΕΑΜ με αποκορύφωμα την συγκρότηση της Προσωρινής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Δυστυχώς, η ιστορική ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ θα καταγραφεί, εκ του αποτελέσματος, ως μια περίοδος λαϊκισμού, κατασπατάλησης των εθνικών και των κοινοτικών πόρων, διαφθοράς και χρεοκοπίας. 
Σήμερα, υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες, η σκυτάλη βρίσκεται στα χέρια της Αριστεράς. Είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία να γίνει η Ελλάδα «μια άλλη χώρα» και να διεκδικήσει τη θέση που μπορεί να έχει ανάμεσα στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ο φορέας της εθνικής ανασυγκρότησης; Δύσκολη απάντηση.
Διότι το ιστορικό διακύβευμα δεν είναι μόνο να μείνουμε στην ευρωζώνη χωρίς να σκάσουμε, αλλά να απαλλαγούμε από το «σύνδρομο της θυματοποίησης», να καταργήσουμε τον λαϊκισμό όλων των χρωμάτων, να τελειώσουμε με τη διαπλοκή των media, των τραπεζών και των ολιγαρχών.  Αυτά είναι προϋπόθεση για την Ανάσταση της Ελλάδας και την ουσιαστική εκπλήρωση των λαϊκών προσδοκιών.
Αυτά είναι και προϋπόθεση για να έρθουν οι επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, υψηλής εξειδίκευσης και αμοιβών. Την ανάπτυξη δεν μπορεί να την κάνει το κράτος. Μπορεί όμως να την δρομολογήσει, να την καθοδηγήσει και να την ρυθμίσει. Πολλοί πιστεύουν ότι το κράτος μπορεί. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μια τέτοια σύλληψη και μεταπολιτευτικά έφτιαξε τράπεζες και φορείς και επιχειρήσεις, όπως η ΕΛΕΒΜΕ, η ΚΕΔ, τα Ελληνικά Σιδηροκράματα κλπ που όμως δεν μπόρεσαν να παίξουν το ρόλο που ήθελε. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ρώτησα σε μια προσωπική συζήτηση τον Γεράσιμο Αρσένη «τι έφταιξε;» και δεν πήγε καλά η πρώτη περίοδος του ΠΑΣΟΚ στην οικονομία και μου απάντησε με ειλικρίνεια «υπερτιμήσαμε τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα». Αυτά λέει η ιστορία. Λέει, δηλαδή, ότι το κράτος στην Ελλάδα παράγει γραφειοκρατία και φακελάκια (και τώρα). Ο πλούτος, δηλαδή οι θέσεις εργασίας και οι καλοί μισθοί, παράγονται από τον ιδιωτικό τομέα. Και δεν εννοούμε εδώ τα σουβλατζίδικα και τους φούρνους που ξεπλένουν βρώμικο χρήμα, ούτε τα φαραωνικά έργα οδοποιίας, ούτε στην οικοδομή. Ο νέος πλούτος θα παραχθεί από τη βιομηχανία τροφίμων, την ψηφιακή τεχνολογία και τις υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Για να γίνουν αυτά χρειάζεται ένα άλλο κράτος που θα ανοίγει τους δρόμους της ανάπτυξης, εφόσον διαθέτει και την κατάλληλη διοίκηση, η οποία δεν μπορεί να είναι πια κομματική, καθώς οι απαιτήσεις σε επίπεδο τεχνογνωσίας είναι μεγάλες… 

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015


Ο ψύλλος και το τηγάνι

του Κώστα Βαξεβάνη 


Οι αντιφάσεις στην πολιτική δεν είναι απόδειξη αδιεξόδου, αλλά διεξόδου που πρέπει να βρεθεί. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βιώνει από τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης την αναζήτηση ενός τέτοιου διεξόδου με τον σαφή όμως κίνδυνο να θεωρήσει ως δάσος της πολιτικής το δέντρο της διαπραγμάτευσης.
Στους τρεις μήνες διακυβέρνησης, η κυβέρνηση ασχολείται μοιραία με το δέντρο της διαπραγμάτευσης ζώντας και μια αντίφαση την οποία πρέπει πρώτα να σταθμίσει και στη συνέχεια να προχωρήσει σε εξεύρεση διεξόδου.
Η διαπραγμάτευση δεν μπορεί να λύσει το θέμα της Ελλάδας. Μπορεί μόνο να το αναδείξει, μαζί με όλα τα προβλήματα τα οποία έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά το σοκ που υπέστησαν οι “θεσμοί” από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, επανήλθαν στην δική τους ατζέντα με τους δικούς τους όρους.
Οι διαπραγματεύσεις τριών μηνών, έχουν αναδείξει τα εξής:
1. Μια  κυβέρνηση  που προσπαθεί να προστατεύσει με κόκκινες γραμμές την χώρα αλλά και την πολιτική της εντιμότητα
2. Μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα έχει χαθεί σε αυτή της προσπάθεια, πιστεύοντας πως θα πιστοποιηθεί από ανακοινώσεις των θεσμών περί καλής πορείας των πραγμάτων
3. Τους “θεσμούς” που καταναλώνουν τον πολιτικό χρόνο της κυβέρνησης διαμορφώνοντας στο εσωτερικό με διφορούμενες δηλώσεις αξιωματούχων και διαρροές (να ναι καλά η τρόικα εσωτερικού σε αυτή την προσπάθεια) κλίμα φόβου και ανασφάλειας
4. Την ουσία του θέματος που είναι πως οι “θεσμοί”, προκειμένου να αποφύγουν τις ελληνικές συνταγές που μπορούν γρήγορα να επεκταθούν στην Ευρώπη και προκειμένου να επιβάλουν τις “λύσεις” τους, χρησιμοποιούν την ΕΚΤ και τη ρευστότητα εκβιαστικά.
Το παιχνίδι λοιπόν παίζεται γύρω από το δέντρο της διαπραγμάτευσης και έξω από την έννοια τους δάσους που είναι η συνολικότερη πολιτική. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Τσίπρα πριν την άνοδο στην εξουσία, ήταν πως κατάφερε ειδικά στις Ευρωεκλογές, να θέσει στην Ευρώπη τον προβληματισμό για το τι Ευρώπη υπάρχει. Μίλησε για το δομικό λάθος στην κατασκευή της Ε.Ε, για το ρόλο των Τραπεζών για την Ανθρωπιστική κρίση. Για τους ευρωπαίους που μάθαιναν πως η Ελλάδα έπεσε έξω γιατί κατανάλωσε περισσότερες μερίδες μουσακά από όσες έπρεπε, ήταν μια πρωτόγνωρη πολιτική προσέγγιση.
Η κυβέρνηση δείχνει να χάνει το συγκριτικό της πλεονέκτημα να μιλά για πολιτική και μια άλλη Ευρώπη. Κλεισμένη στην μικρή περιοχή της διαπραγμάτευσης, πασχίζει να μην φάει γκολ, να μην κλείσουν δηλαδή οι κάνουλες της ρευστότητας. Ούτε σκέψη να βάλει γκολ η ίδια.
Τα αδιέξοδα όμως στην διαπραγμάτευση δεν είναι η ουτοπική ελληνική θέση. Είναι η σαφής διάθεση όσων κυβερνούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, να συνεχίσουν να το κάνουν με τον ίδιο τρόπο. Με λιτότητα, ελαστικές σχέσεις εργασίας, υποαπασχόληση, χωρίς κοινωνικές δαπάνες, με κέρδη για τις Τράπεζες και την οικονομική ελίτ. Οι θεσμοί, ακόμη και όταν στις προσωπικές επαφές με παράγοντες της κυβέρνησης γίνονται συμπαθείς, εκπροσωπούν πάντα πολύ συγκεκριμένες θέσεις.
Όσο η κυβέρνηση θεωρεί πως θετική έκβαση θα είναι μια ανακοίνωση συμπάθειας από τους δανειστές ή η επισήμανση μιας πιθανής λύσης, τόσο θα χάνει το πρωτεύον, εγκλωβισμένη στο δευτερεύον με το οποίο την έβαλαν να ασχολείται. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, θα μετατραπεί από νέα φωνή μιας νέας Ευρώπης σε διαπραγματευτή  που προσπαθεί αγχωμένος να επιβιώσει. Η μοναδική διαφορετική φωνή στην Ευρώπη είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί από φάρος και παράδειγμα σε καντήλι μνημοσύνου και αντιπαράδειγμα. Αυτό τουλάχιστον επιδιώκουν.
Αυτή τη φορά δεν έχουμε μια εικονική διαπραγμάτευση Σαμαρά ή Βενιζέλου. Έχουμε πραγματική διαπραγμάτευση με τον κίνδυνο όμως να εγκλωβιστούν σε αυτή άνθρωποι με οράματα και στόχους. Με όνειρα και πολιτική δράση. Ο Αλέξης Τσίπρας θέλει μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη, όχι ένα καλό δελτίο τύπου από μια διαπραγμάτευση. Σε αυτό ακριβώς πρέπει να επιμείνει. Στο να βάλει το παιχνίδι στο δάσος της πολιτικής πριν μετατραπεί σε δραματικό πικ νικ κάτω από το δάσος της διαπραγμάτευσης. Πρέπει να συνεχίσει να μιλάει στην Ευρώπη για την προβληματική και άδικη λειτουργία της, για το ρόλο της ΕΚΤ, για όσα συμβαίνουν και δεν γίνονται αντιληπτά.
Δεν είναι πια στην αντιπολίτευση για να καταγγέλλει, είναι όμως ο αρχηγός μιας κυβέρνησης που μπορεί να εμπνεύσει και άλλους στην Ευρώπη μέχρι να δημιουργηθούν οι συνθήκες των γενικότερων αλλαγών. Σε όλα αυτά υπάρχει συγκεκριμένο παράθυρο χρόνου.
Υπάρχει μια ιστορία με τον ψύλλο και το τηγάνι. Ο ψύλλος είναι ένα έντομο που είναι στη φύση του να πηδάει ψηλά. Αν την ώρα που πηδάει ο ψύλλος βάλεις από πάνω του ένα τηγάνι στο οποίο θα χτυπήσει, τότε θα προσαρμόσει το πήδημά του για να μην χτυπάει. Χαμηλώνοντας συνεχώς τα τηγάνι, μπορείς να κάνεις τον ψύλλο να πηδάει όλο και λιγότερο, ώσπου να χάσει τη φύση του. Τα μεγάλα άλματα να γίνουν σύρσιμο. Σε μια όχι και τόσο πολιτική ανάλυση δηλαδή, αντιλαμβάνομαι τον Αλέξη Τσίπρα ως ψύλλο στον κόρφο τους και όχι ως ψύλλο κάτω από τηγάνι.
Είναι αναγκαίο ίσως η κυβέρνηση να κάνει φυγή προς τα μπρος, προς το δάσος της πολιτικής. Να αλλάξει την ατζέντα, να την μετατρέψει από εσωτερικισμό της διαπραγμάτευσης σε πολιτικούς στόχους που πρέπει να μπουν στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Πρώτα απ όλα πρέπει να μιλήσει ανοιχτά στο εσωτερικό. Οι προτάσεις εχεμύθειας από τους “θεσμούς” ευνοούν το παιχνίδι των διαρροών και της σύγχυσης.
Όταν ο δρόμος δεν σε βγάζει πουθενά δεν περιμένεις να αλλάξει ο δρόμος, αλλάζεις εσύ πορεία.