Τι γράφει η εθνική μας ταυτότητα;
του Κώστα Γιαννακίδη
Τι είναι αυτό που καθορίζει και βασανίζει την ελληνική «ψυχή» σήμερα; Μπορείς να βάλεις έναν λαό μέσα σε μία ταυτότητα; Και αν ναι, ποια θα είναι τα στοιχεία της; Στο συνέδριο για την «Ελλάδα Μετά», που διοργάνωσε ο ekyklos του Ευ. Βενιζέλου, έγινε μία πραγματικά ενδιαφέρουσα συζήτηση
Στα ανέμελα 80s και 90s, όταν ζούσαμε στο άλλο, στο παλιό σύμπαν, ο μέσος θαμώνας ελληνικού καφενείου ήταν πιο ευρωπαϊστής από τον Ζακ Ντελόρ, τον πρόεδρο της Κομισιόν. Στις κομματικές συγκεντρώσεις βέβαια έφερε σημαία πλαστική και φώναζε ότι η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες.
Σωστά. Ο ίδιος όμως δεν είχε πρόβλημα να ανήκει στην Ευρώπη. Όσο οι βιοτεχνίες έβγαζαν χρήμα και στα χωράφια φύτρωναν ECU, η πρωτοχρονιάτικη συναυλία στη Βιέννη είχε περισσότερους Έλληνες και από τον Πανταζή στον Διογένη. Αλλά και τα μεγάλα ευρωπαϊκά brands άκουγαν βιολιά στην Ελλάδα. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την καμπάνια με τον «Εισαγόμενο», τον ίδιο τύπο, δηλαδή, που πήγε στον Κωστόπουλο για να τον ξεβλαχέψει. Τι ήταν, λοιπόν, ο Έλληνας στον παλιό ψεύτικο κόσμο, πριν ανατείλει η αλήθεια της κρίσης; Ενας Βαλκάνιος που προσπαθούσε να μοιάσει με Ιταλό. «Θέλω να γίνω σαν Αμερικάνος, μου αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος» τραγούδησε τότε ο μακαρίτης ο Τζιμάκος.
Oταν η παλάμη δεν έχει επάνω της χρήμα, τότε μουτζώνει. Και να, λοιπόν, είκοσι χρόνια μετά, ο ίδιος τύπος, αυτός που ήταν πιο ευρωπαϊστής από τον Ντελόρ ή, έστω ο γιος του, σιχτιρίζει τη Βουλή, αποστρέφεται την Ευρώπη, ακούει μπαγλαμά -ενίοτε τον ψηφίζει κιόλας.
Αυτά τα τα γράφω μέσα στην αίθουσα κεντρικού ξενοδοχείου, ακούγοντας τη συζήτηση περί εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας, με εκλεκτούς ομιλητές που συμμετέχουν στη διημερίδα του e-kyklos, δηλαδή του think tank που δημιούργησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Αν μπορούσα να πάρω τον λόγο, θα τους έλεγα ότι το θέμα είναι παγίδα. Πρώτον επειδή δεν είναι εύστοχο να γενικεύεις με ταυτότητες και δεύτερον, επειδή αυτό που θεωρούμε εθνική ταυτότητα, είναι πρωτίστως ένα πλαίσιο συμπεριφορών που μεταβάλλονται σχετικά εύκολα, ανάλογα με την οικονομική και πολιτική συγκυρία.
Ναι, βέβαια, η εθνική ταυτότητα καθορίζεται πρωτίστως από τη γλώσσα και τη μνήμη, όπως το ξεκαθάρισε ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Είναι η διαρκής σύγκρουση του καλού και του κακού εαυτού μας. Του Ελληνα που μεγαλουργεί και του Ελληνα που καταστρέφει. Είναι και η εθνική ιδιαιτερότητα που χορηγεί η Ορθοδοξία, η οποία, ακόμα και μέσω της τέχνης θέτει διακριτές διαφορές ανάμεσα σε μας και στη Δύση. Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου έδωσε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα: «Η δυτική θρησκευτική μουσική είναι πολυφωνική και η αντίστοιχη ζωγραφική αποδίδεται σε τρεις διαστάσεις. Η βυζαντινή μουσική είναι μονοφωνική και οι άγιοι παριστάνονται μονοδιάστατοι, συνθήκες λιτές, που ευνοούν τον πνευματισμό, την επικοινωνία με το θείο».
Ναι, εντάξει, έχουμε, ως Ελληνες, μία διακριτή πολιτιστική διαφοροποίηση από τους άλλους Ευρωπαίους. Και άλλοι έχουν. Και οι Ευρωπαϊοι μεταξύ τους έχουν. Πρέπει όμως η εθνική ταυτότητα να συγκρούεται με την ευρωπαϊκή; «Όχι. Ο πόλεμος μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού μπορεί να τελειώσει στο νηπιαγωγείο, αν αποφασίσουμε να χαράξουμε συγκεκριμένη στρατηγική για τη διαμόρφωση ταυτότητας» είπε η καθηγήτρια της Νομικής Αθηνών, Λένα Διβάνη.
Σύμφωνοι, όμως αυτό είναι ένα πρόβλημα που το αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό. Εμείς ως ακροατήριο θέλαμε να μάθουμε τι είναι αυτό που καθορίζει και βασανίζει την ελληνική «ψυχή» σήμερα.
Ο καθηγητής Παναγής Παναγιωτόπουλος είπε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα. Μόνο μία τριπλή σύγκρουση. Συγκρούονται οι Ελληνες του ευρώ και της δραχμής ή, αλλιώς, οι Ελληνες που έχουν ευρώ μέσα στο νόμιμο σύστημα συναλλαγών και εκείνοι που δουλεύουν με μετρητά και φοροδιαφεύγουν. Επίσης οι Έλληνες που συντηρούνται από το Δημόσιο, συγκρούονται με τους Έλληνες που παλεύουν στον ιδιωτικό τομέα Και τέλος είναι οι Έλληνες της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης που συγκρούονται με όσους έχουν εγκλωβιστεί στην εθνική πολιτιστική εσωστρέφεια.
Είναι μία ταυτότητα προς ανακάλυψη, είπε ο πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσούλης. «Είμαστε ένας λαός που φοβάται την αλήθεια. Ενας βαθιά καθυστερημένος λαός, ένας λαός που δέχεται ότι η γη είναι επίπεδη επειδή δεν δέχεται τον κόπο της σκέψης». Περίπου αυτό είπε και η δημοσιογράφος Ρούλα Γεωργακοπούλου: «Ως λαός αγνοούμε την ιστορική στιγμή, προτιμούμε να μένουμε προσκολλημένοι σε τραύματα, συχνά αλλοιώνοντας την πραγματικότητα». Ο Σκαμπαρδώνης είπε ότι αυτό που μας λείπει είναι ένα όραμα. Μπορεί να έχει και δίκαιο. Πάντα είχαμε ένα όραμα μπροστά, είτε επρόκειτο για την ΟΝΕ, είτε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά, ευτυχώς, ήρθε ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης και το απλοποίησε: «Τα ανθρώπινα προβλήματα, οι προκλήσεις, ο πολιτισμός, έχουν πλέον παγκοσμιοποιημένη διάσταση. Γλεντάω με Τσιτσάνη, αλλά και με Rolling Stones. Δεν είμαι Ελληνας. Είμαι, όπως έλεγε ο Καβάφης, ελληνικός».
Ο Βενιζέλος το περιέγραψε πολύ εύστοχα. «Ο ελληνικός λαός υποφέρει από τη σύγκρουση δύο συμπλεγμάτων. Το σύμπλεγμα ανωτερότητας συγκρούεται με το σύμπλεγμα κατωτερότητας». Σωστό. Και ανάμεσά τους συνθλίβεται η λογική…