Αν δεν ακούμε, δεν μιλάμε, δεν
ονειρευόμαστε,
είμαστε ηττημένοι, από επιλογή μας
Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
Αν κλείσουμε τα μάτια, απλά δεν θα βλέπουμε.
Αν κλείσουμε τ’ αυτιά, μόνο να μην ακούμε μπορούμε.
Αν κοιμηθούμε με κλειστά παράθυρα, ο θόρυβος ίσως και να μην περνάει.
Αλλά δεν θα έχουμε σβήσει ό,τι υπάρχει εκεί έξω.
Δεν θα έχουμε καταφέρει να σταματήσουμε ό,τι τραυματίζει την κοινωνία σήμερα.
Αν δεν βλέπουμε και δεν ακούμε, δεν θα καταφέρουμε ούτε να βοηθήσουμε ούτε να αλλάξουμε το κακό.
Οι πεινασμένοι εκεί έξω θα γίνονται όλο και πιο πολλοί. Αλλά δεν θα τους ακούμε, ούτε θα τους βλέπουμε. Θα υπάρχουν όμως.
Οι άνεργοι νέοι, τα παιδιά μας, θα συνεχίζουν να στέκονται στην ουρά για ένα μεροκάματο των 15 ευρώ. Εμείς δεν θα τους βλέπουμε, ούτε θα ακούμε τις αγωνίες τους.
Όλο και περισσότερα πεινασμένα παιδιά θα λιποθυμούν στα σχολεία. Αλλά μακριά από τα μάτια και τ’ αυτιά μας.
Όλο και περισσότεροι γείτονες θα πηγαίνουν στα συσσίτια για ένα πιάτο φαγητό. Έξω, άρα μακριά από το παράθυρό μας.
Οι ουρές των νέων για μια θέση σε ένα εργοστάσιο του εξωτερικού, δεν θα μικρύνουν.
Αν κλείσουμε τα μάτια και τα’ αυτιά, δεν θα σταματήσουν οι αυτοκτονίες των απελπισμένων. Απλά δεν θα βλέπουμε το αίμα, ούτε θα ακούμε την κραυγή της απόγνωσης.
Αν κλείσουμε τα μάτια και τ’ αυτιά…
Τίποτε δεν θα αλλάξει. Ούτε αν περιμένουμε να τ’ αλλάξει ο άλλος. Πάντα ο άλλος…
Αν σταματήσουμε να ονειρευόμαστε, τότε έχουμε πεθάνει.
Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι απλά να ξυπνήσουμε, αλλά να πρώτα να έχουμε ονειρευτεί.
Αν κλείσουμε και το στόμα μας, τότε εκείνος που πιάνεται από τη δική μας φωνή για να μείνει ζωντανός, θα πεθάνει. Και θα φταίμε εμείς.
Αν δεν ακούμε, δεν μιλάμε, δεν ονειρευόμαστε, είμαστε ηττημένοι
Και ηττημένοι είμαστε η εύκολα λεία…
Και για τον κυβερνήτη που τα ξεπουλά όλα.
Και για τον ξένο κυβερνήτη που θέλει να τ’ αρπάξει όλα.
Και τον φασίστα που θέλει να ξεχάσουμε και να μας «σώσει». Σκοτώνοντας πρώτα τον μετανάστη, μετά τον ομοφυλόφιλο και μετά εμάς, που θα έχουμε πια καταλάβει τη μορφή της «σωτηρίας».
Αν κλείσουμε τα μάτια και τ’ αυτιά, απλά θα συνεχίσουμε ό,τι εγκληματικό κάναμε πριν.
Θα συνεχίσουμε να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας.
Θα συνεχίσουμε να συναλλασσόμαστε για να περάσουμε καλά.
Θα συνεχίσουμε να ψηφίζουμε τον κουμπάρο για βουλευτή. Επειδή είναι κουμπάρος κι όχι ικανός.
Θα συνεχίσουμε να λέμε, «ευτυχώς, απόλυσαν τον διπλανό κι όχι εμένα».
Θα συνεχίσουμε το κυνηγητό για μια θέση βολέματος, στην πλάτη του άλλου, του ικανού.
Θα συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε ένα καλό αυτοκίνητο κι ένα σπίτι με πισίνα, ως ύψιστα «ιδανικά» της ζωής και του πολιτισμού που άλλοι έφτιαξαν κι εμείς ανεχτήκαμε.
Θα συνεχίσουμε να φτιάχνουμε μια Ελλάδα χωρίς αξίες, όπως την θέλουν εκείνοι οι ηγήτορες της μετριότητας, ξένοι και Έλληνες, απλά για να επιβιώνουν αυτοί, μέσα στο μέτρο και το ανάξιο.
Αν συνεχίσουμε να μην ακούμε, να μη μιλάμε, να μην ονειρευόμαστε, τότε θα γίνουμε μια κοινωνία της απάθειας. Της αδιαφορίας.
Αν δεν ακούμε, δεν μιλάμε, δεν ονειρευόμαστε, δεν θα μείνουμε για πολύ στην ασφάλεια που θεωρούμε ότι έχουμε.
Δεν θα είναι πάντα οι άλλοι που θα χάνουν τις δουλειές τους.
Δεν θα είναι πάντα οι γείτονες που θα τους κόβουν το ρεύμα.
Δεν θα είναι πάντα κάποιοι άλλοι που θα βρίσκονται στην απόγνωση.
Δεν θα είναι πάντα κάποιος άλλος που θα καλύπτει το άλλοθι της δικής μας ασφάλειας, της φοβίας και της απάθειας.
Κάποτε μπορεί να είσαι εσύ που δεν θα έχεις δουλειά.
Κάποτε μπορεί να σου κόψουν το δικό σου ρεύμα, όταν δεν θα έχεις να το πληρώσεις.
Κάποτε μπορεί να νιώσει ο ίδιος την ανθρώπινη θυσία μπροστά στο κέρδος, όταν θα πας στο νοσοκομείο και δεν θα έχουν καν τα στοιχειώδη να σε κάνουν καλά, επειδή το απαίτησαν οι «δανειστές».
Θυμήσου ότι αυτοί οι παππούδες που έδωσαν τη ζωή τους, δεν σου παρέδωσαν μόνο μια ελεύθερη χώρα, δεν πέθαναν μόνο για τη Δημοκρατία.
Πέθαναν και για τα ιδανικά και για την αξιοπρέπεια.
Είναι μεγάλο πράγμα ο άνθρωπος να έχει ιδανικά και αξιοπρέπεια.
Είναι μεγάλο πράγμα να σπάει την ασφάλειά του για να σφίξει το χέρι εκείνου που στον παρακάτω δρόμο πονάει. Κι ας μην πονέσει ποτέ ο ίδιος. Κι αν δεν πονέσει και ξέρει ότι δεν θα πονέσει, είναι ακόμη πιο γενναίο να κατεβείς στο δρόμο να σφίξεις το χέρι του πονεμένου.
Θυμήσου τα όνειρά σου.
Ξεκίνησες τη μάχη της ζωής για να είσαι με κλεισμένα αυτιά και μάτια; Με όνειρα που τα σβήνεις την αυγή για να μην τα θυμάσαι την επόμενη μέρα;
Μπορείς να βολεύεσαι με ό,τι λίγο σου δίνουν κάθε μέρα;
Μπορείς να βολεύεσαι με ό,τι παίρνουν από τα παιδιά και την πατρίδα σου;
Μπορείς να κλείνεις τ’ αυτιά, τα μάτια και τα να σβήνεις τα όνειρά σου;
Δεν θα σβήσεις όμως την πραγματικότητα…
Να στο ξαναφωνάξω, με όση δύναμη μπορεί να έχω, όχι στη φωνή, αλλά στην ψυχή μου.
Ε, κακομοίρη Έλληνα, αν ήξερες πόση δύναμη έχει ο άνθρωπος, δεν θα έκλεινες το παράθυρο να μην ακούς, να μη βλέπεις, να μη σκέφτεσαι να μην ονειρεύεσαι.
Ε, κακομοίρη Έλληνα, αν ήξερες πόσο σε φοβούνται, και τον άνθρωπο και την ιστορία του, τότε δεν θα απέφευγες να τους κοιτάς στα μάτια, δεν θα απέφευγες να υπερασπιστείς τα παιδιά και την πατρίδα σου.
Αν ήξερες τι δύναμή σου, δεν θα τους παραχωρούσες το δικαίωμα να ονειρεύεσαι…
Μην αργοπεθαίνεις, επειδή αδιαφορείς ή φοβάσαι. Το κατάλαβες ότι αυτός είναι ένας αργός θάνατος;
Το κακό δεν είναι ανίκητο. Έτσι σου είπαν ότι μοιάζει, σ’ εσένα τον ακίνητο…
Ε, κακομοίρη Έλληνα, δεν είναι μια θεατρική παράσταση η ζωή για να παρακολουθείς ως θεατής που χειροκροτεί ή αποδοκιμάζει, αλλά ενεργό ρόλο δεν έχει εκείνος, αλλά ο σκηνοθέτης.
Τους φοβάμαι τους αδιάφορους. Τους φοβάμαι γιατί κάνουν ότι δεν βλέπουν, κάνουν ότι δεν ακούν. Φοβούνται να ονειρευτούν. Φοβούνται να κινηθούν. Και δεν ακούν έτσι τις αλυσίδες που σέρνουν στα πόδια τους… Γιατί είναι ακίνητοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου