25 χρόνια μετά - Πού έσφαλλαν οι αρχιτέκτονες του ευρώ
του Charles Grant
25 χρόνια μετά από τη σύλληψη του ευρώ, οι ατέλειες στον σχεδιασμό του έχουν γίνει εμφανείς. Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν διορθώσει ορισμένες από αυτές, αλλά το ευρώ χρειάζεται καλύτερες πολιτικές προκειμένου να είναι ένα επιτυχημένο νόμισμα.
Πέρασαν περίπου 25 χρόνια από όταν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών, συναντήθηκαν στη Ρώμη τον Δεκέμβριο του 1990 και ξεκίνησαν μια "διακυβερνητική διάσκεψη” για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η δουλειά τους φάνηκε ένα χρόνο μετά, ως Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία καθόρισε έναν οδικό χάρτη για τη δημιουργία αυτού που έγινε ευρώ. Εκείνη την εποχή ήμουν δημοσιογράφος στις Βρυξέλλες, παίρνοντας συνέντευξη πολλούς από όσους συμμετείχαν στη σύλληψη του ευρώ. Οι περισσότεροι από αυτούς υπέθεταν ότι το ευρώ θα ενθάρρυνε το εμπόριο και τις επενδύσεις κατά μήκος των συνόρων, εμβαθύνοντας με τον τρόπο αυτό την ενιαία αγορά και ενισχύοντας τον ανταγωνισμό.
Νόμιζαν ότι μια ανεξάρτητη ΕΚΤ θα διατηρούσε τον πληθωρισμό και τα επιτόκια χαμηλά, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ήταν επίσης πεπεισμένοι ότι το ευρώ θα ενίσχυε τους πολιτικούς θεσμούς μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών
Το ευρώ στην πραγματικότητα έχει δημιουργήσει κάποια οφέλη σε ορισμένα από τα μέλη του, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ευρώπη. Αλλά απο το 2010, οι δυσκολίες του ευρώ έχουν αναγκάσει τους υποστηρικτές του να αμφισβητήσουν ορισμένες από τις εκτιμήσεις τους: η ευρωζώνη έχει υποαποδώσει σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες (η παραγωγή της είναι ακόμη χαμηλότερα από τα επίπεδα που βρισκόταν προ κρίσης). Η υψηλή ανεργία στη νότια Ευρώπη έχει συμβάλλει στην άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων, και οι αμέτρητες έκτακτες Σύνοδοι Κορυφής έχουν θέσει τον βορρά εναντίον του νότου, ή πιο πρόσφατα, εναντίον μόνο της Ελλάδας. Ακόμη και στη Βρετανία, η οποία δεν έχει σχέδια να ενταχθεί στο ευρώ, τα προβλήματά της έχουν αμαυρώσει την φήμη της ΕΕ.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, αξίζει να δούμε τι πήγε λάθος με την ΟΝΕ και τι επιφυλλάσει το μέλλον. ΟΙ αρχιτέκτονές του οδηγήθηκαν από πολιτικές προτεραιότητες, σε βάρος των οικονομικών αρχών; Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες ατέλειες στα σχέδιά τους; Και οι σημερινοί ηγέτες της ΕΕ κάνουν αρκετά για να σώσουν το project;
Σήμερα, πολλοί άνθρωποι βλέπουν το ευρώ ως το παιδί ενός γαλλό-γερμανικού παζαριού σχετικά με την γερμανική ενοποίηση, που ελάχιστη σχέση είχε με τα οικονομικά. Ωστόσο, η ΟΝΕ ήταν αρχικά ένα οικονομικό project, ωθούμενο από την επιτυχία του προγράμματος της ενιαίας αγοράς που είχε ξεκινήσει το 1985 ο πρόεδρος της Κομισιόν, Jacques Delors.
Το 1987 μια έκθεση του Tommaso Padoa-Schioppa, ενός Ιταλού οικονομολόγου, είχε μια βαθιά επίδραση στον Delors. Ο Padoa-Schioppa προέβλεψε ότι η επικείμενη απελευθέρωση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, βασικό μέρος του προγράμματος της ενιαίας αγοράς, θα αποσταθεροποιούσε τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM) που τότε συνέδεε τα περισσότερα νομίσματα της ΕΕ. Υποστήριξε ότι από τους τρεις στόχους ενός σταθερού Μηχανισμού, της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και της εθνικής αυτονομίας για τη νομισματική πολιτική, μόνο οι δύο ήταν δυνατοί ταυτόχρονα.
Ο Delors φοβήθηκε ότι εάν ο ERM κατέρρεε -όπως σχεδόν συνέβη το 1993- η ενιαία αγορά θα απειλούνταν. Περιστρεφόμενα νομίσματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν την επιστροφή των προστατευτικών φραγμών. Κατέληξε ότι οι εθνικές νομισματικές πολιτικές θα έπρεπε να εγκαταλειφθούν και να πείσει τον Γερμανό Καγκελάριο Helmut Kohl για την περίπτωση της νομισματικής ένωσης. Τον ΙΟύνιο του 1998, το Ευρωπαϊκό ΣΥμβούλιο ζήτησε από τον Delors να προεδρεύσει σε μια επιτροπή διοικητών κεντρικών τραπεζών που θα κατάρτιζε ένα σχέδιο για την ΟΝΕ. Ένα χρόνο αργότερα, οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν την έκθεση του Delors- προτού σκεφτεί κανείς ότι το Τείχος του Βερολίνου θα μπορούσε να πέσει.
Στο τέλος εκείνου του χρόνου, όταν τα δύο μισά της Γερμανίας άρχισαν να ενώνονται, ο Francois Mitterand, ο Γάλλος πρόεδρος, έκανε την ΟΝΕ ασταμάτητη: δήλωσε στον Kohl ότι δεν θα υποστήριζε την επανένωση εκτός κι αν η Γερμανία εγκατέλειπε το μάρκο (το οποίο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους περισσότερους Γερμανούς). Η έκθεση του Delors, τροποποιημένη για να ανταποκρίνεται στις γερμανικές ανησυχίες, έγινε η βάση των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την ΟΝΕ.
Η νομισματική ένωση προήλθε από την πολιτική όχι μόνο της ενοποίησης, αλλά επίσης από τον ERM, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα σύστημα υπό γερμανική ηγεσία, για τις ημισταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι αναπροσαρμογές των νομισμάτων ήταν σπάνιες, και όποτε η Bundesbank άλλαζε τα επιτόκια, για το καλό της γερμανικής οικονομίας, οι άλλες κεντρικές τράπεζες στον ERM έπρεπε να κάνουν το ίδιο αμέσως. Η Γαλλία και οι αλλες χώρες, κρίνοντας αυτή την γερμανική ηγεμονία απαράδεκτη, είδαν την ΟΝΕ ως ένα μέσο για τον περιορισμό της. Ωστόσο, κατά ειρωνεία της τύχης, το ευρώ έχει τώρα γίνει, σε σημαντικό βαθμό, ένα μέσο για την Γερμανία να πείσει την υπόλοιπη ευρωζώνη να υιοθετήσει τις προτιμώμενες οικονομικές πολιτικές της.
Εκ των υστέρων, τα σχέδια γι την ΟΝΕ είχαν τουλάχιστον πέντε σοβαρά σχεδιαστικά ελαττώματα. Πρώτον, η ευρωζώνη δεν διέθετε ένα σύστημα για να κάνει την δημοσιονομική πολιτική της αντί-κυκλική. Όταν διογκώνονται, οι οικονομίες χρειάζονται δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά στην ύφεση χρειάζονται ελευθερία για να δανειστούν. Η έλλειψη πειθαρχίας έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Μάαστριχτ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Theo Waigei επέμεινε σε δεσμευτικούς κανόνες για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, με την προοπτική των προστίμων για τις κυβερνήσεις που δανειζόταν περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ τους. Μια παράξενη συμμαχία μεταξύ του Delors και του Βρετανού υπουργού Οικονομικών, Norman LAmont, υποστήριξε ότι οι δεσμευτικοί κανόνες πραγματικά θα ήταν ανεφάρμοστοι. Ο Lamont εμπιστεύθηκε τις αγορές για να πειθαρχήσει μια χώρα που δανείστηκε υπερβολικά, απαιτώντας υψηλότερο ποσοστό επιτοκίου. Ο Delors δήλωσε ότι μια χώρα σε δυσκολίες θα χρειαζόταν πίστωση από την ΕΕ, που με τη σειρά της θα επέβαλε όρους, μεταξύ των οποίων και περικοπές στον προϋπολογισμό. Αλλά δεν έπεισε το επιχείρημά τους.
Ο Waigel είχε δίκιο ότι οι αγορές υποκύπτουν σε λάθη: μην πιστεύοντας στον κανόνα της Συνθήκης του Μάαστριχτ που δεν επιτρέπει διασώσεις, συνέχισαν να δανείζουν στην Ελλάδα σχεδόν με το ίδιο επιτόκιο που δάνειζαν στη Γερμανία, μέχρι το 2010. Αλλά οι Delors και Lamont είχαν δίκιο ότι οι δεσμευτικοί κανόνες είναι ανεφάρμοστοι. Οι Γαλλία και Γερμανία παρέβησαν πρώτες τον κανόνα του 3% το 2003 και πολλές άλλες το έχουν κάνει έκτοτε.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι τα σχέδια για νομισματική ένωση δεν είχαν τις προβλέψεις για μια "τραπεζική” ένωση, κάτι που τώρα αναγνωρίζεται ως βασικό συστατικό. Οι "γονείς” της ΟΝΕ απέτυχαν να προβλέψουν ότι το ευρώ θα οδηγήσει σε μια διασυνοριακή ανάμειξη των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα εάν μια μεγάλη τράπεζα ή ένα κυρίαρχο κράτος αντιμετωπίσει πρόβλημα, οι αναταράξεις μπορεί να αποσταθεροποιήσουν το τραπεζικό σύστημα ανά την ΕΕ. Μια τραπεζική διάσωση ίσως επηρεάσει τους πιστωτές σε αρκετές χώρες και να οδηγήσει σε δύσκολα ερωτήματα για το ποιος πρέπει να πληρώσει. Ούτε προέβλεψαν οι γονείς τον κίνδυνο του εάν μια τράπεζα έχει μεγάλο χρεός της δικής της χώρας, ένας φαύλος κύκλος μπορεί να αποσταθεροποιήσει και τις δύο. Τέτοια προβλήματα ανέκυψαν μετά από την οικονομική κρίση του 2008, η οποία παρακίνησε την ευρωζώνη να δημιουργήσει έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και έναν ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης -συμπεριλαμβανομένου και ενός μικρού ταμείου ανακεφαλαιοποίησης- για τις τράπεζές της.
Τρίτον, οι αρχιτέκτονες της ΟΝΕ έχουν δημιουργήσει έναν πιστωτή της ύστατης στιγμής -έναν που, σε κρίση εμπιστοσύνης, θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τις αγορές δανείζοντας στις κυβερνήσεις. Το 2012, όταν υπήρχε κίνδυνος οι αγορές να διασπάσουν το ευρώ, η ΕΚΤ κάλυψε το έλλειμμα ανακοινώνοντας ένα σχήμα γνωστό ως ΟΜΤ, για την αγορά κρατικών ομολόγων. Αυτό καθησύχασε τις αγορές χωρίς να χρησιμοποιηθεί. Επίσης, το 2012, οι κυβερνήσεις δημιούργησαν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ένα ταμείο διάσωσης 500 δισ. ευρώ, το οποίο έχει παράσχει πίστωση στις χώρες που βρίσκονται σε δυσκολία. Και το 2014 η ΕΚΤ πρόσθεσε στο οπλοστάσιό της την "ποσοτική χαλάρωση”, ένα σχήμα αγοράς ομολόγων για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού.
Μια τέταρτη παράλειψη ήταν η απουσία των μέσων για να διασφαλιστεί ότι τα μέλη της ευρωζώνης θα εγκρίνουν τις διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, για να αποτρέψουν τις οικονομίες τους από το να αποκλίνουν. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έθεσε τα κριτήρια σύγκλισης ως προϋποθέσεις για την ένταξη στο κοινό νόμισμα, αλλά αυτά κάλυπταν μόνο το δημόσιο χρέος, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τον πληθωρισμό και τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας (ο Delors έχασε την μάχη για το κριτήριο της ανεργίας).
Εκείνη την περίοδο, το επιχείρημα για την υιοθέτηση οικονομικών αντί χρηματοπιστωτικών κριτηρίων σύγκλισης, δεν ήταν ισχυρό. ΟΙ οικονομίες στην περιφέρεια της ΕΕ αναπτυσσόταν ταχύτερα από εκείνες του πυρήνα. Ορισμένες από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας, εφάρμοσαν επώδυνες οικονομίες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να δείξουν ότι είναι έτοιμες για το ευρώ. Πολλοί άνθρωποι υπέθεσαν ότι, από τη στιγμή που οι νοτιότερες χώρες δεν θα μπορούσαν πλέον να αποκαθιστούν την ανταγωνιστικότητά τους με την υποτίμηση, δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Και η ανάλυση της ίδιας της Κομισιόν υπέθετε ότι οι φτωχότερες χώρες θα επωφελούνταν περισσότερο από την ΟΝΕ, από τη στιγμή που ο πληθωρισμός και τα επιτόκια τους θα μειωνόταν με ταχείς ρυθμούς.
και αυτό φαινόταν να συμβαίνει, τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 2000, καθώς η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία απολάμβαναν ισχυρή ανάπτυξη που τροφοδοτούσε την πίστωση. Αλλά αυτά απέκρυπταν και ορισμένες φορές επιδείνωσαν την αυξανόμενη απόκλιση της ανταγωνιστικόττας μεταξύ του πυρήνα και της περιφέρειας της ευρωζώνης. Ενώ τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν στο Νότο, η Γαλλία και ακόμη και η επιτυχημένη Γερμανία, συχνά αγνοούσαν τις μομφές της Κομισιόν για τις μεταρρυθμίσεις (η Γερμανία ακόμη πλήττεται από τις υπερβολικά ρυθμισμένες αγορές υπηρεσιών και η Γαλλία από μία ανελαστική αγορά εργασίας).
Αυτό που προέκυπτε από το τέταρτο πρόβλημα, ήταν ένα πέμπτο: πολλές χώρες εντάχθηκαν στην ένωση πολύ γρήγορα. Ο Karl Otto Pohl, ο πρόεδρος της Bundesbank στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Μάαστριχτ, εξέφρασε αμφιβολίες για το εάν θα έπρεπε να ενταχθούν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης. Το ίδιο έκανε ο Wolfgang Schaeuble, ο τωρινός υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο οποίος σαν βουλευτής το 1994 συνυπόγραψε ένα paper που ζητούσε μια ομάδα χωρών του πυρήνα (αλλά όχι την Ιταλία) να προχωρήσουν με το ενιαίο νόμισμα και τον φεντεραλισμό. Είχαν δίκιο ότι αρκετές νότιες οικονομίες δεν ήταν αρκετά ισχυρές για να ανθίσουν εντός της ΕΕ. Αλλά τέτοιες ανησυχίες παραμερίστηκαν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ηγέτες που δεν ήθελαν οι χώρες τους να αποκλειστούν από αυτό το τεράστιου πρεστίζ project.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα σχεδιαστικά ελαττώματα, τα προβλήματα του ευρώ τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτελούν. Αλλά οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν πάρει μέτρα για να κάνουν την ΟΝΕ να λειτουργεί καλύτερα, δημιουργώντας τον ESM, την τραπεζική ένωση και το ΟΜΤ. Έχουν κάνει αρκετά για να διατηρήσουν το ευρώ αλλά όχι για να διασφαλίσουν την οικονομική ανάπτυξη σε όλη τη νομισματική ένωση.
Μια ανίερη συμμαχία φεντεραλιστών και ευρωσκεπτικιστών υποστηρίζει ότι μόνο η ριζοσπαστική συγκέντρωση της λήψης οικονομικών αποφάσεων στα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης, μπορεί να διασφαλίσει την μακροπρόθεσμη ευημερία της. Δεν υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη μεταξύ των κυβερνήσεων ή συμφωνία για το τι πρέπει να γίνει, και τα εκλογικά σώματα δεν θα υποστηρίξουν την μεταβίβαση σημαντικών νέων εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, οι φεντεραλιστές και οι ευρωσκεπτικιστές κάνουν λάθος. Αν και η αμοιβαιοποίηση του κρατικού χρέους των χωρών της ευρωζώνης ή ένας μηχανισμός για την μεταβίβαση κεφαλαίων από τον βορρά στο νότο θα ήταν επιθυμητός, τέτοια επαναστατικά βήματα δεν είναι απαραίτητα. Η ευρωζώνη μπορέι στην πραγματικότητα να ανθίσει με καλύτερες πολιτικές.
Η υπερβολική, επιβληθείσα με γερμανική καθοδήγηση, λιτότητα στις περιφερειακές χώρες -η οποία έχει οδηγήσει σε αποπληθωρισμό, συρρίκνωση των οικονομιών και αύξηση του βάρους χρέους- πρέπει να ελαφρυνθεί (και έχει ήδη κάπως ελαφρυνθεί τον τελευταίο χρόνο). Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία πρέπει να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, το δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο και πρέπει να διαγραφεί μερικώς. Μακροπρόθεσμα, τόσο ο ESM όσο και το ταμείο ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών, θα χρειαστούν περισσότερους πόρους. Και κυρίως, η Γερμανία χρειάζεται να επανεξισορροπήσει την οικονομία της: με ένα υπερβολικό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών άνω του 7% του ΑΕΠ, που προκύπτει από τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων και την ασθενή εσωτερική κατανάλωση, θα πρέπει να κάνει περισσότερα για να δημιουργήσει ανάπτυξη στο εσωτερικού και αλλού στην Ευρώπη.
Όταν σχεδιάστηκε η ΟΝΕ, πολλοί Γερμανοί φοβήθηκαν ότι θα μεταστρεφόταν σε μια γαλλική επιχείρηση, προωθώντας αντί-γερμανικές πολιτικές. Δεν χρειαζόταν να ανησυχούν. Η οικονομική εξασθένηση της Γαλλίας, το μειωμένο ανάστημα της Κομισιόν, η εσωστρέφεια της Βρετανίας και η ισχύς της γερμανικής οικονομίας, έχουν συνδυαστεί για να αφήσουν το Βερολίνο επικεφαλής.
Η μεγαλύτερη ανησυχία μου για το μέλλον του ευρώ είναι η πνευματική απομόνωση μεγάλου μέρους της οικονομικής ελίτ της Γερμανίας από τον υπόλοιπο κόσμο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι οι Γερμανοί φορείς χάραξης πολιτικής κάνουν λάθος σε όλα -για παράδειγμα, έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες - αλλά μάλλον ότι ορισμένοι από αυτούς θεωρούν πως έχουν λίγα να μάθουν από τους άλλους. Έχω ακούσει ότι ανώτεροι Γερμανοί μιλούν για την νοτιοευρωπαϊκή, γαλλική ή αγγλό-σαξονική ανάλυση, περιφρονητικά. Τους έχω επίσης ακούσει να αρνούνται να εξετάσουν τη συνολική δημοσιονομική στάση της ευρωζώνης, ενώ επιμένουν να αντιμετωπίζουν τη γερμανική, γαλλική και ιταλική οικονομία ως ξεχωριστές οντότητες.
Αυτό που χρειάζεται η ευρωζώνη δεν είναι ομοσπονδιακά όργανα -όσο επιθυμητά και αν είναι- όσο μια Γερμανία που να είναι περισσότερο ευαίσθητη στις ανάγκες των ομολόγων της, λιγότερο αλαζονική στην αντιμετώπισή τους, πιο ανοιχτή στην "οικονομική σκέψη” των άλλων και πιο πρόθυμη να αναγνωρίσει ότι οι οικονομίες της ευρωζώνης επηρεάζουν η μία την άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου